- ὅρκος
- клятва
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ὅρκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)